τεττιγία

τεττιγία
η, Ν
εντομολ. γένος ομόπτερων εντόμων που ζουν στα πεύκα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < τέττιξ, -ιγος «τζιτζίκι» + κατάλ. -ία].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”